δικοτυλήδονος

δικοτυλήδονος
-ο
βοτ.
1. αυτός που έχει δύο κοτυληδόνες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δικοτυλήδονα
αγγειόσπερμα τών οποίων το έμβρυο έχει δύο κοτυληδόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Θ. Ορφανίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δικοτυλήδονος — η, ο (βοτ.), αυτός που έχει δύο κοτυληδόνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικότυλος — η, ο (Α δικότυλος, ον) νεοελλ. 1. (για φυτά) δικοτυλήδονος 2. το αρσ. ως ουσ. ο δικότυλος γένος θηλαστικών τής οικογένειας τών συϊδών αρχ. 1. αυτός που έχει δύο σειρές κοτυληδόνων 2. αυτός που έχει χωρητικότητα δύο κοτυλών 3. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”